- δαμάλιον
- δᾰμᾰλ-ιον, τό, Dim. of δάμαλις, PFlor.150.2 (iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δαμάλιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμαλίου — δαμάλιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμάλι — το (Α δαμάλιον, Μ δαμάλιν) [δάμαλις] μσν. νεοελλ. νεαρός ταύρος, αρσενικό μοσχάρι ενός ή δύο χρόνων νεοελλ. 1. το κρέας τού δαμαλιού 2. (για άνθρωπο) χοντροκέφαλος, ανόητος μσν. τρυφερή προσφώνηση αγαπημένου προσώπου («φῶς μου τὸ γλυκύ, πάν… … Dictionary of Greek